- αὐλικῶν
- αὐλικόςof the courtfem gen plαὐλικόςof the courtmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
MAGISTERIA — in l. un Cod. de Quaestoribus et Magistris Offic. Qui ex Quaesturae honore aut efficaci Magisteria aut Comitiva utriusque aerarii nostri attonitô splendore viguerunt; ubti perperam Magisterio vulgo legitur: dignitas dicta est Mgistri Officiorum,… … Hofmann J. Lexicon universale
PRINCEPS Officii — apud Romanos, tam in Palatinis Officiis, quam in Officiis Praesidum et Rectorum provinciarum, dicebatur, qui primum in eo officio locum obtinebat. Singula enim Officia Principes suos habebant, qui et Primates Officit vocabantur et Priores:… … Hofmann J. Lexicon universale
ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
καμαρίλα — η 1. το σύνολο τών αυλικών και τών ατόμων τού άμεσου περιβάλλοντος τών βασιλέων ή ηγεμόνων, που τούς επηρεάζουν ανεύθυνα αλλά αποφασιστικά και παίζουν παρασκηνιακό ρόλο στη διακυβέρνηση τής χώρας 2. (κατ επέκτ.) άτομα που περιστοιχίζουν ένα… … Dictionary of Greek
κονσουλάριος — κονσουλάριος, ὁ (ΑM) 1. (στους Ρωμαίους) ύπατος, με την έννοια τού διοικητή επαρχίας, τού επαρχιακού κυβερνήτη 2. (στους Βυζαντινούς) τίτλος ανώτερων αυλικών αξιωματούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consularis «υπατικός» (< λατ. consul «ύπατος»)] … Dictionary of Greek
κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο … Dictionary of Greek